- μηλολεπτοκαροκαστανοπράται
- μηλολεπτοκαροκαστανοπρᾱται, οἱ (Μ)οι πωλητές μήλων, λεπτοκαρύων και καστάνων.[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + λεπτοκάρυον + κάστανο + -πράτης (< πι-πρά-σκω «πουλώ»), πρβλ. αρτο-πράτης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.